Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ο ναυτικός αγώνας στην Επανάσταση την περίοδο 1821-1823. Αξιολόγηση της στρατηγικής και τακτικής των εμπολέμων στο θαλάσσιο πεδίο

 


 

του Χρόνη Βάρσου

Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή

ΜΑ Νεώτερης & Σύγχρονης Ιστορίας Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου.


 Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΑΡΔΗΝ" (τεύχος 134-135, Φεβρουαρίου - Μαΐου 2025)

Από την αρχή της Επανάστασης του 1821 ο ελληνικός στόλος, κλήθηκε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο τόσο στο ναυτικό πεδίο όσο και έμμεσα στην έκβαση των χερσαίων επιχειρήσεων. Αν και στον πυρήνα του ουσιαστικά ήταν ένας πρώην ιδιωτικός εμπορικός στόλος, την τελευταία 50ετία (1774-1821) είχε μεταβληθεί σταδιακά σε καθαρά πολεμικό, με την αύξηση της ναυτικής εκπαίδευσης, εμπειρίας και ετοιμότητας των πληρωμάτων του, τη βελτίωση των τακτικών μάχης αλλά και την ενίσχυσή του με ναυτικά πυροβόλα για την αντιμετώπιση των πειρατών της βόρειας Αφρικής. Η προεπαναστατική ελληνική ναυτιλία άθροιζε στις αρχές του 19ου αιώνα πάνω από 950 πλοία άνω των 150 τόνων με 18.000 πληρώματα και 5.650 κανόνια από 45 ναυτότοπους (ναυτικά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές). Αν και περισσότερα από 700 πλοία προσχώρησαν στην Επανάσταση, αυτά που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των ναυτικών συγκρούσεων (μπρίκια και γολέτες άνω των 180 τόνων με 12-18 πυροβόλα), σύμφωνα με ποικίλες πηγές, ανερχόταν σε περίπου 200 σκάφη (Ύδρα 74, Σπέτσες 47, Ψαρά 40, Κάσος 30, Γαλαξίδι 13). Εντούτοις ποτέ δεν κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα σε μια μόνον επιχείρηση πάνω από 70 πλοία, είτε λόγω οικονομικής δυσπραγίας, είτε λόγω οργανωτικής κι επιχειρησιακής αδυναμίας, με πιο συχνή τη δράση μικτών μοιρών των 20-30 πλοίων.

Καθώς ο ελληνικός στόλος έπρεπε να καλύψει ποικίλες δράσεις και ρόλους, εκτός των αμιγώς πολεμικών πλοίων (μπρίκια, γολέτες, πυρπολικά) που χρησιμοποιήθηκαν στις ναυτικές συγκρούσεις, απαιτούνταν και μεγάλοι αριθμοί σκαφών για καταδρομές, επιθέσεις σε εχθρικό έδαφος και επικουρικές αποστολές όπως νηοψίες, μεταφορές τροφίμων και πολεμοφοδίων, επιτήρηση ακτών, ταχυδρομικές υπηρεσίες, μετακίνηση κρατικών λειτουργών, μεταγωγές χερσαίων δυνάμεων σε διάφορα μέτωπα, κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών του στρατού και των αμάχων, προστασία των προσφύγων αλλά και συντήρηση της οικονομίας μέσω του θαλάσσιου εμπορίου σε τοπικό επίπεδο. Έτσι τον βασικό πυρήνα του στόλου που συχνά αναφέρεται ως τρινήσιος, καθώς τα τρία κύρια ναυτικά νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) μαζί και με την Κάσο ανέλαβαν εξ αρχής το κύριο βάρος της πολεμικής αντιπαράθεσης, συμπλήρωναν επικουρικά οι υπόλοιποι ναυτότοποι που προσέφεραν ανθρώπινο δυναμικό, ναυπηγήσεις, χρηματικές εισφορές, εξοπλισμό, εφόδια και προμήθειες πλοίων για πολλαπλές χρήσεις.

Η οθωμανική ναυτική δύναμη την οποία θα αντιμετώπιζαν στις αρχές της Επανάστασης οι Έλληνες ναυτικοί, δεν αποτελούσε πλέον το φόβητρο που ήταν για τους ευρωπαϊκούς στόλους τον 16ο αιώνα. Η ετοιμότητα και η εκπαίδευση των πληρωμάτων είχε εξασθενήσει, εγκαταλειφθεί αλλά και σταδιακά εκχωρηθεί σε κρίσιμο βαθμό στους χριστιανούς ραγιάδες του Αιγαίου (Έλληνες μελλάχηδες των ναυτικών νησιών που στέλνονταν ετησίως να υπηρετήσουν στον στόλο). Η συμμετοχή των Ελλήνων στην επάνδρωση του οθωμανικού πολεμικού ναυτικού, τις ναυπηγήσεις πλοίων, το εξωτερικό θαλάσσιο εμπόριο της αυτοκρατορίας, την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης και των μεγάλων λιμανιών, έβαινε διαρκώς αυξανόμενη. Εν τούτοις το τεράστιο μέγεθός του, η ισχύς των πολεμικών σκαφών, ο αριθμός των πυροβόλων, και οι αστείρευτοι πόροι του, δεν άφηναν θεωρητικά κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τον τελικό νικητή της επικείμενης ναυτικής αναμέτρησης. Ο οθωμανικός στόλος αποτελούνταν σύμφωνα με διαφορές πηγές από 4 τρίκροτα των 118-130 πυροβόλων (ΠΒ), 13-15 δίκροτα των 74-84 ΠΒ, 7-9 φρεγάτες των 36-54 ΠΒ, 5 κορβέτες των 26-32 ΠΒ και τουλάχιστον 20 μπρίκια των 16-24 ΠΒ. Η παράλληλη ενίσχυσή του (περιστασιακά και όχι μόνιμα στην αρχή του Αγώνα) από τον ισχυρότατο αιγυπτιακό στόλο του Μεχμέτ Αλή αλλά και των υποτελών βορειοαφρικανικών οτζακίων της Αλγερίας, Τύνιδας και Τρίπολης με τα εξαιρετικά εμπειροπόλεμα πληρώματα, αύξανε δραματικά την ισχύ του.

 Στρατηγικός σχεδιασμός και τακτική

 Η κάθε έξοδος της οθωμανικής αρμάδας συσχετιζόταν αποκλειστικά, μέχρι και τα τέλη του 1823 με τις χερσαίες επιχειρήσεις του σουλτανικού στρατού, τον ανεφοδιασμό των τουρκικών φρουρίων που πολιορκούνταν, καθώς και με επιχειρήσεις τιμωρίας και αντιποίνων. Έτσι η οργανωμένη αποστολή πολεμικών σκαφών στο Αιγαίο και το Ιόνιο με στόχο μαζικές αποβάσεις στρατευμάτων στα παράλια της Στερεάς και της Πελοποννήσου, η δημιουργία προωθημένων βάσεων στα μικρασιατικά παράλια και τα νησιά καθώς και η συστηματική επιδίωξη μιας καθοριστικής σύγκρουσης με στόχο την καταστροφή του ελληνικού στόλου και των ναυτικών νησιών, δεν αποτέλεσαν εξ αρχής ποτέ αντικειμενικό στόχο της ηγεσίας του οθωμανικού ναυτικού. Ενδεικτικά, η πρώτη έξοδος της σουλτανικής αρμάδας στο Αιγαίο σημειώνεται μόλις στις 22 Μαΐου 1821 που θα καταλήξει πέντε μέρες μετά στην απώλεια του δικρότου στην Ερεσσό από τον Παπανικολή. Εξαίρεση αποτέλεσε η δράση της αιγυπτιακής μοίρας που κατέστρεψε το Γαλαξίδι (Σεπτέμβριος 1821) ενώ από τον Μάιο του 1822 ο αιγυπτιακός στόλος δραστηριοποιήθηκε πιο ενεργά στο μέτωπο της Κρήτης και στη ναυμαχία των Σπετσών (Σεπτέμβριος 1822). Έτσι ο οθωμανικός στόλος αδυνατούσε να δράσει αυτόνομα και να χαράξει σε επιχειρησιακό επίπεδο στόχους που θα υλοποιούνταν με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα παραμένοντας ουσιαστικά αδρανής. Περιορίστηκε λοιπόν την περίοδο 1821-1823 σε δευτερεύοντες σκοπούς, όπως ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων που προσπαθούσαν να περάσουν μέσω της Ρούμελης στον Μοριά (Μπεϋράν, Δράμαλης, Μουσταής) για τη σωτηρία αρχικά της Τρίπολης και στη συνέχεια για την ανακατάληψή της, ο ανεφοδιασμός των φρουρίων που πολιορκούνταν (Μεθώνη, Κορώνη, Ναύπλιο, Πάτρα, Χαλκίδα, Κάρυστος), η συμμετοχή σε αποκλεισμούς και πολιορκίες ελληνικών οχυρών (Μεσολόγγι και Αιτωλικό, Ιούλιος 1823), η τιμωρία νησιών που επαναστατούσαν (Χίος 1822, Σαμοθράκη 1821), η επίθεση σε ναυτικά προπύργια (Σάμος, Ιούλιος 1821) και η καταστροφή χερσαίων ναυτότοπων (Γαλαξίδι, Σεπτέμβριος 1821). Σταδιακά από τις αρχές του 1823 ο οθωμανικός στόλος απέσυρε τα μεγάλα και δυσκίνητα δίκροτα, που αποτελούσαν πλέον ευάλωτους στόχους των πυρπολικών, αντικαθιστώντας τα από ισχυρές και πιο ευέλικτες φρεγάτες.

Στον αντίποδα ο ελληνικός επαναστατικός στόλος το ίδιο διάστημα διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην εξάπλωση και εδραίωση της Επανάστασης υλοποιώντας με συνέπεια και αποτελεσματικότητα μια εξαιρετικά ορθή και ευέλικτη ναυτική στρατηγική καθώς και πρωτοπόρες επιχειρησιακές τακτικές για την αντιμετώπιση του αντιπάλου. Το ελληνικό ναυτικό εστίασε κατεξοχήν την προσπάθειά του στην εξάπλωση και ενίσχυση της επανάστασης σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρήτη, στην προστασία των κύριων ναυτικών νησιών και των ναυτότοπων, στο ναυτικό αποκλεισμό των τουρκικών φρουρίων (Ναύπακτο, Πάτρα, Ναύπλιο, Μονεμβασιά, Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο, Κάρυστο, Χαλκίδα), στον έλεγχο και αποκλεισμό των εχθρικών θαλασσίων μεταφορών και συγκοινωνιών, στην παρεμπόδιση κάθε εχθρικής αποβατικής ενέργειας σε νησιά ή ακτές και της μεταφοράς ή του ανεφοδιασμού δια θαλάσσης των οθωμανικών στρατευμάτων στη Στερεά και την Πελοπόννησο. Παράλληλα στόχευε στην εξουδετέρωση  μεμονωμένων τουρκικών πλοίων (πολεμικών και μεταγωγικών), στη διενέργεια επιδρομών στα εχθρικά παράλια (Θερμαϊκός, Θράκη, δυτική Μικρά Ασία, Αίγυπτος, Κύπρος), στον ανεφοδιασμό των επαναστατικών χερσαίων δυνάμεων σε Πήλιο, Πιερία, Χαλκιδική, Εύβοια, Κρήτη, Μεσολόγγι, στην προστασία των αμάχων και τη μεταφορά των προσφύγων (Κυδωνίες, Χαλκιδική, Χίος), στη σύνδεση της επαναστατημένης νησιωτικής και ηπειρωτικής επικράτειας με την κεντρική Διοίκηση και τέλος στη συγκέντρωση οικονομικών πόρων (φόροι, έρανοι, εισφορές) από τα νησιά και των λειών από τις καταδρομές για τη χρηματοδότηση του Αγώνα.

Στο επίπεδο της τακτικής και του δόγματος δράσης, η αδυναμία αντιπαράθεσης με τα οθωμανικά πλοία λόγου του ύψους, του όγκου αλλά και του αριθμού και της ισχύος των πυροβόλων τους, απέκλειε κάθε δυνατότητα μάχης εκ παρατάξεως (με εξαίρεση τη ναυμαχία της Πάτρας στις 20 Φεβρουαρίου 1822). Έτσι το ελληνικό ναυτικό επέδειξε αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα της ναυτικής μάχης, αναπτύσσοντας και εξελίσσοντας στο μέγιστο βαθμό την επιχειρησιακή χρήση των πυρπολικών (112 πλοία σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα) μέσω της κατασκευής ή μετατροπής εμπορικών πλοίων με ειδικά μείγματα εύφλεκτων υλικών, σημειώνοντας μ’ αυτά κατά κύριο λόγω τις μεγάλες ναυτικές νίκες του επί του αντιπάλου. Ανέπτυξε πρωτοποριακές τακτικές προσέγγισης του πλοίου-στόχου (αγκυροβολημένου ή εν κινήσει) ημέρα ή νύχτα με μπρίκι συνοδείας από προσήνεμη θέση (σοβράνο) υπό την κάλυψη του καπνού των βολών των πυροβόλων και αξιοθαύμαστες τεχνικές πρόσδεσης και διαφυγής με ειδικό σκάφος (σκαμπαβία). Ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την ευελιξία, ταχύτητα και ιστιοφορία των ελληνικών μπρικίων συνδυαστικά με την τόλμη, την εμπειρία, τη ναυτοσύνη και την αυτοπεποίθηση των πληρωμάτων αλλά και την απόλυτη γνώση του θαλάσσιου πεδίου μάχης (κόλπων, ανέμων και ρευμάτων). Με συστηματικές περιπολίες από ανιχνευτικά πλοία, παρακολουθούνταν μέσω των προκεχωρημένων βάσεων στα Ψαρά, τη Σάμο και την Κάσο οι έξοδοι και τα σημαντικότερα θαλάσσια περάσματα για τον εντοπισμό κάθε εχθρικής δύναμης που θα προσπαθούσε να εισέλθει στο χώρο δράσης του ελληνικού ναυτικού (Δαρδανέλια, στενό Καφηρέα, Κω - Αλικαρνασσού, Κάσου - Κρήτης, Κυθήρων - Κρήτης, Ρίου – Αντιρρίου).

 Αδυναμίες και προβλήματα των εμπολέμων

 Ο ελληνικός στόλος στην αρχική φάση των ναυτικών επιχειρήσεων, πράγματι αντιμετώπισε στο θαλάσσιο πεδίο έναν σαφώς υπέρτερο αριθμητικά αντίπαλο, που όμως η ποιότητά του ήταν απολύτως αμφισβητήσιμη τόσο σε επίπεδο ηγεσίας και στελεχιακού δυναμικού (ναυτών και αξιωματικών) όσο και σε αυτό του στρατηγικού και τακτικού σχεδιασμού. Με την έναρξη της Επανάστασης το βασικό πρόβλημα του δυσκίνητου οθωμανικού στόλου ήταν η επάνδρωση των πλοίων του με εξειδικευμένο προσωπικό (ιδίως στον τομέα της ναυτιλίας), μιας και τα ελληνικά πληρώματα που υπηρετούσαν σ’ αυτόν ή δραπέτευσαν για να ενισχύσουν τις νησιωτικές μοίρες ή εσφάγησαν ως αντίποινα. Έτσι επεδίωξε την επάνδρωση των πλοίων του με Μαλτέζους, Δαλματούς, Ναπολιτάνους και δυτικοευρωπαίους ναυτικούς. Επιπλέον μετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Ρωσσία τον Αύγουστο του 1821, η πιθανότητα έκρηξης ενός νέου πολέμου και το ενδεχόμενο ναυτικής επίθεσης στα Στενά από τη κατεύθυνση της Σεβαστούπολης, κρατούσε τον κύριο όγκο του σουλτανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη (ειδικά τα 4 τεράστια τρίκροτα). Παράλληλα στα Σύβοτα, στο Ιόνιο, βρισκόταν σουλτανική μοίρα 11 πλοίων ήδη από τον Ιούλιο του 1820 για να ενισχύει τις χερσαίες επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά στα Γιάννενα, ενώ στη Ναύπακτο άλλη μοίρα από 5 πλοία προστάτευε την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου.

Αντίστοιχα, το βασικότερο πρόβλημα του ελληνικού στόλου, που επηρέαζε αρνητικά τα όρια των επιχειρησιακών του δυνατοτήτων, τον συντονισμό δράσης και την αποτελεσματικότητά του, πέραν της έκδηλης απουσίας πειθαρχίας, ήταν η έλλειψη ενιαίας ηγεσίας. Το κενό καλύφθηκε εν μέρει με τη σιωπηρή αποδοχή από τις διοικήσεις των άλλων νησιών του Υδραίου Ανδρέα Μιαούλη (μετά τον Σεπτέμβριο του 1821) που λόγω των εγνωσμένων ικανοτήτων και του κύρους του έγινε αποδεκτός ως ναύαρχος του ελληνικού στόλου. Άλυτο όμως θα παρέμενε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης το πρόβλημα χρηματοδότησης των ναυτικών επιχειρήσεων (μισθοδοσία πληρωμάτων, τροφοδοσία, συντήρηση κι επισκευές πλοίων, εξοπλισμός και πολεμοφόδια, αγορά και μετασκευή πυρπολικών) λόγω του υψηλού κόστους κινητοποίησης του στόλου συνεπεία της έλλειψης χρημάτων. Ενδεικτικά το μηνιαίο ποσό κινητοποίησης μιας μοίρας 30 πλοίων ανερχόταν περίπου στα 500.000 γρόσια, ποσό που δεν μπορούσαν να καλύψουν οι εισφορές των πλοιοκτητών, οι τακτικοί φόροι, οι έρανοι ακόμη και τα εξωτερικά δάνεια μετά το 1824-1825. Επιπλέον η στάση των βρετανικών, γαλλικών και ιδίως αυστριακών πλοίων στο Αιγαίο και το Ιόνιο ήταν απροκάλυπτα φιλοτουρκική που εκδηλωνόταν με τη συστηματική κατασκοπεία, τη συνεχή ενίσχυση των πολιορκούμενων τουρκικών φρουρίων και την παραχώρηση των Ιονίων λιμένων στον οθωμανικό στόλο για ανεφοδιασμό και επισκευές.

 Συμπεράσματα - διαπιστώσεις

 Παρά τη συντριπτική του ισχύ, το οθωμανικό ναυτικό όχι μόνον ηττήθηκε σε όλες τις μεγάλες και μικρές αναμετρήσεις της περιόδου 1821-1823 (Σάμος, Κως - Νίσυρος, Κατάκολο, Πάτρα, Σπέτσες, Άθως, Σκιάθος) αλλά υπέστη και σοβαρές απώλειες χάνοντας από πυρπολικά 3 δίκροτα (Ερεσσός Μάιος 1821, Χίος Ιούνιος 1822, Τένεδος Οκτώβριος 1822) και σε άλλες συγκρούσεις 4 κορβέτες, 29 μπρίκια και γολέτες, 40 μεταγωγικά και 8.000 άνδρες. Σε συνδυασμό με τα ατυχήματα που υπέστησαν επιπλέον 2 τρίκροτα, 2 δίκροτα και 4 φρεγάτες, ο βασικός αρχικός πυρήνας του στόλου τέθηκε ουσιαστικά εκτός μάχης. Οι αλλεπάλληλες ναυτικές αποτυχίες και ιδίως η αδυναμία ενίσχυσης της πολιορκημένης Τρίπολης το Φθινόπωρο του 1821 και της στρατιάς του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 με αποτέλεσμα την καταστροφή της και την πτώση του Ναυπλίου, προκάλεσαν σοβαρή κρίση στο επίπεδο της ναυτικής ηγεσίας. Η τελευταία αποτυπώθηκε στις τέσσερεις αλλαγές που επήλθαν στη θέση του καπουδάν πασά: Ο Deli Abdullah αντικαταστάθηκε τον Νοέμβριο του 1821 από τον Nazuhzade Kara Ali. Μετά τον θάνατο του τελευταίου στη Χίο τον Ιούνιο του 1822 ανέλαβε ο Kara Mehmed και τον Δεκέμβριο του 1822 ο Koca Husrev Mehmed. Έτσι μέχρι την Άνοιξη του 1824 με την είσοδο του ισχυρότατου αιγυπτιακού στόλου στο θαλάσσιο πεδίο μάχης και την πλήρη αλλαγή της στρατηγικής και του δόγματος δράσης των Τουρκοαιγυπτίων, το ελληνικό επαναστατικό ναυτικό κατέστη ο απόλυτος κυρίαρχος των θαλασσών διενεργώντας ακόμη και αποβατικές ενέργειες και επιδρομές από τα παράλια της Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας έως τη Δαμιέττη της Αιγύπτου και την Κύπρο. Συνολικά στο διάστημα 1821-1823 απώλεσε από διάφορες αιτίες 19 πλοία (7 σε ναυάγια, 5 από τη δράση των ξένων στόλων και 7 σε συγκρούσεις), 26 πυρπολικά και τον στόλο του Γαλαξιδίου (70 πλοία). Οι Έλληνες ναυμάχοι και πυρπολητές όχι μόνον επικράτησαν πλήρως αλλά με τον ηρωισμό, την αντοχή, την εμπειρία, την αποφασιστικότητα και την ευρηματικότητά τους, πέτυχαν κατορθώματα που στερέωσαν αρχικά την Επανάσταση οδηγώντας την στην τελική νίκη και συνέβαλαν καθοριστικά στην ελληνική Ανεξαρτησία.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Αλεξανδρής Κωνσταντίνος Α., Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-1829, έκδοσις «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», Αθήνα 1930.

Αλεξανδρής Κωνσταντίνος Α., Το Ναυτικόν του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821 - 1829 και η δράσις των πυρπολικών, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα 22021.

Λαζαρόπουλος Ιωάννης, Το πολεμικόν ναυτικόν της Ελλάδος. Από Ανεξαρτησίας μέχρι βασιλείας Όθωνος. Ιστορική μελέτη (ναυτική – στρατιωτική – πολιτική (1821-1833), έκδοσις «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», Αθήνα 1936.

Μεταλληνός Κωνσταντίνος, Ο ναυτικός πόλεμος κατά την Ελληνική Επανάσταση 1821-1829, τόμοι Α΄- Β΄, Andys Publishers, Αθήνα 2016.

Νικόδημος Κωνσταντίνος, Απομνημονεύματα εκστρατειών και ναυμαχιών του ελληνικού στόλου, τυπογραφείον Δ.Α. Μαυρομμάτη, Αθήνα 1862.

Σίμψας Μάριος, Το ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, τόμοι 3-4, εκδόσεις ΓΕΝ, Αθήνα 1982.

Χαρλαύτη Τζελίνα – Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (επιμ.), Η ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821. Ο αιώνας της ακμής πριν την Επανάσταση, Κέδρος, Αθήνα 2013.

Χαρλαύτη Τζελίνα – Γαλάνη Κατερίνα (επιμ.), Ο εμπορικός και πολεμικός στόλος κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821-1831), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024.

Jurien de la Graviere Jean Pierre Edmond, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μετάφραση Κωνσταντίνου Ν. Ράδου, εκδότης Ιωάννης Νοτάρης, Αθήνα 1894.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ναυτικός αγώνας στην Επανάσταση την περίοδο 1821-1823. Αξιολόγηση της στρατηγικής και τακτικής των εμπολέμων στο θαλάσσιο πεδίο

    του Χρόνη Βάρσου Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή ΜΑ Νεώτερης & Σύγχρονης Ιστορίας Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου.   Το παρόν άρθρο δη...